Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια, η εκτεταμένη αλιεία και η αυξανόμενη ζήτηση κατανάλωσης ψαριού, οδηγούν σε σταδιακή μείωση των ιχθυαποθεμάτων, γεγονός που έρχεται σε αντίθεση με τις τρέχουσες διατροφικές συστάσεις.
Το ψάρι αποτελούσε ανέκαθεν τη βάση της διατροφής πολλών λαών, όπως το Μπαγκλαντές και η Ινδονησία, ωστόσο η αύξηση του εισοδήματος και το εντονότερο ενδιαφέρον που άρχισε να αναπτύσσεται για την υγεία, οδήγησε σε άνοδο της ζήτησής του στον υπόλοιπο κόσμο από την δεκαετία του ‘80, και έπειτα. H κατανάλωση ψαριού ενθαρρύνεται από τους ειδικούς, καθώς αποτελεί ένα είδος πρωτεϊνούχας τροφής πλούσιο σε απαραίτητα αμινοξέα, ενώ τα ω-3 λιπαρά οξέα που περιέχουν τα λιπαρά κυρίως ψάρια, συμβάλλουν στη μείωση του κινδύνου εμφάνισης καρδιαγγειακών νοσημάτων, και στη διατήρηση της υγείας του νευρικού συστήματος. Παράλληλα, το ψάρι είναι πλούσιο και σε άλλα θρεπτικά συστατικά, όπως το ασβέστιο, το σελήνιο και ο ψευδάργυρος. Οι διατροφικές συστάσεις προτείνουν την κατανάλωση 2 μερίδων λιπαρών ψαριών την εβδομάδα.
Πολλές ανεπτυγμένες χώρες, ωστόσο, για να καλύψουν αυτή την αυξημένη ζήτηση σε ψάρια προβαίνουν στην εισαγωγή τους από άλλες αναπτυσσόμενες χώρες, στις οποίες το ψάρι αποτελεί τη βάση της διατροφής του πληθυσμού. Το ψάρι καλύπτει το 20% των αναγκών σε ζωική πρωτεΐνη περίπου 3 δισεκατομμυρίων ανθρώπων ανά τον κόσμο και το 15% 4,3 δισεκατομμυρίων ατόμων. Κάθε χρόνο, παράγονται παγκοσμίως περίπου 80 εκατομμύρια τόνοι ψαριών, εκ των οποίων τα 2/3 περίπου της παραγωγής καταναλώνονται κατευθείαν από τους ανθρώπους, ενώ το 1/3 αξιοποιείται ως τροφή για άλλα ψάρια και την παραγωγή ελαίων.
Όσον αφορά στην εισαγωγή του ψαριού, η Ευρωπαϊκή Ένωση εισάγει το 60% των ψαριών που καταναλώνει και η Αμερική το 86%, ενώ πρέπει να σημειωθεί ότι η ήπειρος με το μικρότερο ποσοστό κατανάλωσης ψαριού είναι η Αφρική, αντίθετα από την Ασία, η οποία καταναλώνει περίπου τα 2/3 της παγκόσμιας παραγωγής.
Ιχθυαποθέματα
Η μείωση στα αποθέματα ψαριού άρχισε να παρατηρείται από το 1970 σε παγκόσμιο επίπεδο, ωστόσο με την ανάπτυξη των ιχθυοκαλλιεργειών, οι ρυθμοί της πτώσης επιβραδύνθηκαν. Η επάρκεια στην ποσότητα των ψαριών που καταναλώνονται βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στις πρακτικές στον τομέα των ιχθυοκαλλιεργειών και φαίνεται πως το κενό προσωρινά καλύπτεται, αν και χρειάζονται περαιτέρω βελτιώσεις στο οικολογικό αντίκτυπο των ιχθυοκαλεργειών και στις πρακτικές τους για να ανταπεξέλθουν στην συνεχή αύξηση του πληθυσμού. Είναι γεγονός πως η αυξημένη εξαγωγή ψαριού και οι πιέσεις για αλιεία στα χωρικά ύδατα φτωχότερων χωρών, όπως η Δυτική Αφρική, στις οποίες το ψάρι αποτελεί την κύρια πηγή πρωτεΐνης αντί του κρέατος, οδηγεί στη στέρηση μιας ουσιαστικής διατροφικής πηγής αυτών των λαών.
Σε μακροπρόθεσμη βάση παρατηρείται σημαντική μείωση του θαλάσσιου πλούτου, ειδικότερα σε άγρια και σπάνια είδη ψαριών, σε συνδυασμό και με τις κλιματικές αλλαγές, που επηρεάζουν την παραγωγή, ενώ η διαρκής ζήτηση ψαριού ευθύνεται και για την αύξηση της τιμής του.
Ο κυριότερος παράγοντας που μπορεί να διασφαλίσει την επάρκεια των αποθεμάτων είναι η τήρηση του νομικού πλαισίου για την αλιεία και η εξεύρεση βιώσιμων λύσεων που να διαβλέπουν την ύπαρξη ισορροπίας μεταξύ των κατευθυντήριων οδηγιών για την σωστή διατροφή και την απουσία κινδύνου για την βιοποικιλότητα και το περιβάλλον. Ταυτόχρονα, θα πρέπει να δοθεί έμφαση στην τήρηση της σύστασης περί αποφυγής της κατανάλωσης μικρών ψαριών (γόνου), αλλά και στην αποφυγή της αποκλειστικής κατανάλωσης μεγάλων και δημοφιλών (και άρα ακριβών) ψαριών που αποτελούν τον κύριο στόχο της αλιείας. Κάποιες ακόμη λύσεις που θα μπορούσαν να εξισορροπήσουν την ζήτηση και την προσφορά είναι η μείωση του ρυθμού αλιείας με σκοπό την «αναζωογόνηση» της ποικιλίας ψαριών, καθώς και η καλύτερη διαχείριση των μη αξιοποιήσιμων ποσοτήτων τους, μέσω της μετατροπής τους σε λάδι ή μέσω της χρήσης τους ως τροφή για άλλα ψάρια, αν και θα πρέπει να εξεταστεί το πόσο συμφέρουσα είναι η τελευταία λύση.
Σύμφωνα με μία μελέτη του 2012, οι ανάγκες μας σε ψάρια μπορούν να καλυφθούν μέχρι το 2050, εφόσον γίνει σωστή διαχείριση της αλιείας, ενώ όσον αφορά στην κατανάλωση ω-3 λιπαρών οξέων, σε περίπτωση ανανέωσης των διατροφικών συστάσεων, εξετάζεται το ενδεχόμενο παρασκευής τους από άλλες πηγές (όπως π.χ ορισμένα φυτά), με σκοπό την αποσυμφόρηση της εκτεταμένης αλιείας.
Το σίγουρο είναι ότι μέχρι να μπορέσει να εξισορροπηθεί η κατάσταση ανάμεσα στην αυξημένη ζήτηση και τη μείωση των ιχθυαποθεμάτων, θα πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή στις διατροφικές συστάσεις που παρέχονται από πλευράς των κυβερνήσεων, ειδικότερα σε έναν κόσμο που διχάζεται ανάμεσα στην υπερκατανάλωση τροφής και την ασιτία.
Πηγή:www.mednutrition.gr