Η έρευνα έδειξε ότι υψηλότερη από τη συνιστώμενη πρόσληψη λιπαρών και σακχάρων, διαταράσσει τις μεταβολικές αλλαγές που συμβαίνουν φυσιολογικά ως αποτέλεσμα της κύησης, ώστε η μητέρα να τροφοδοτεί μέσω του πλακούντα τις θρεπτικές ουσίες στο έμβρυο.Τέτοια διατροφή οδηγεί σε φτωχό μεταβολικό έλεγχο, πριν τον τοκετό, και καθιστά τη μητέρα πιο ευάλωτη σε καταστάσεις όπως ο διαβήτης τύπου 2 και η καρδιοπάθεια, καθώς και σε περαιτέρω συσσώρευση λίπους αργότερα.
Οι ερευνητές δήλωσαν ότι η κατάσταση έθετε σε κίνδυνο τη ροή θρεπτικών ουσιών στο έμβρυο αλλάζοντας την ανάπτυξή του και το μεταβολισμό του.Η ερευνήτρια, Amanda Sferruzzi-Perri, από το Πανεπιστήμιο του Cambridge, δήλωσε ότι «γνωρίζουμε πως η παχυσαρκία στην εγκυμοσύνη είναι παράγοντας κινδύνου για επιπλοκές υγείας για τη μητέρα και το παιδί, τόσο στην εγκυμοσύνη όσο και μετά από αυτήν. Η νέα έρευνα όμως δίνει στοιχεία για τους μηχανισμούς που δρουν στην εγκυμοσύνη οι οποίοι και μπορεί να ευθύνονται για την ανεπαρκή ανάπτυξη του μωρού.
Η έρευνα επίσης, εξηγεί γιατί τα μωρά μητέρων που είναι παχύσαρκες ή ακολουθούν διατροφή που προάγει την παχυσαρκία στην εγκυμοσύνη, έχουν τάση για παχυσαρκία, υπέρταση και διαβήτη τύπου 2 ως ενήλικες.Στην έρευνα, η ερευνητική ομάδα έδωσε διατροφή με μεγάλες ποσότητες λιπαρών και σακχάρων σε εγκύους ποντικούς και αξιολόγησε την επίδραση στο μεταβολισμό της μητέρας και στα επίπεδα σωματικού λίπους.Η ευαισθησία του ήπατος της μητέρας στην ινσουλίνη φάνηκε να αυξάνει, μειώνοντας έτσι περαιτέρω την παραγωγή γλυκόζης κατά την διάρκεια της εγκυμοσύνης.Ως αποτέλεσμα, η μητέρα δεν μπορούσε να ελέγχει επαρκώς τα επίπεδα γλυκόζης ή να παράγει αρκετή γλυκόζη ώστε να στηρίζει την κύηση.