Οι ερευνητές, με επικεφαλής τη δρα Χουάν Σονγκ του ιατρικού Ινστιτούτου Καρολίνσκα του Πανεπιστημίου της Στοκχόλμης, που έκαναν τη δημοσίευση στο αμερικανικό ιατρικό περιοδικό «JAMA» (Journal of American Medical Association), ανέλυσαν στοιχεία για 106.464 ανθρώπους με διαταραχές του στρες, 126.652 αδέλφια τους χωρίς τέτοια διαταραχή, καθώς και πάνω από ένα εκατομμύριο άλλα μη συγγενικά άτομα, που δεν εμφάνιζαν τέτοιο πρόβλημα. Περίπου οι μισοί άνθρωποι παρακολουθήθηκαν σε βάθος τουλάχιστον δεκαετίας.
Όπως μεταδίδει το Reuters, από την έρευνα διαπιστώθηκε ότι όσοι είχαν διαγνωστεί με διαταραχή μετατραυματικού στρες, είχαν 46% πιθανότητες να εμφανίσουν κάποια αυτοάνοση νόσο σε σχέση με όσους δεν είχαν διαταραχή του στρες.
Όταν πάντως οι ασθενείς με μετατραυματικό στρες έπαιρναν αντικαταθλιπτικά φάρμακα (SSRIs) κατά το πρώτο έτος μετά τη διάγνωσή τους, ο κίνδυνος εκδήλωσης αυτοάνοσου νοσήματος ήταν μικρότερος.
Ο κίνδυνος για αυτοάνοσο νόσημα βρέθηκε κατά μέσο όρο κατά 36% αυξημένος σε όσους είχαν διαγνωστεί με οποιαδήποτε διαταραχή του στρες. Υπολογίστηκε ότι περίπου ένας άνθρωπος στους 100, που έχει διαγνωστεί με διαταραχή του στρες, αναπτύσσει κάθε χρόνο κάποιο αυτοάνοσο νόσημα, έναντι ποσοστού 0,6% στο γενικό πληθυσμό.
«Το σοβαρό ή παρατεταμένο συναισθηματικό στρες προκαλεί μεταβολές σε πολλαπλές σωματικές λειτουργίες μέσω απορρύθμισης στην απελευθέρωση των ορμονών του στρες», εξήγησε η δρ Σονγκ.
Τι επηρεάζει το στρες
Σοβαρό στρες μπορεί να προκληθεί από την απώλεια συγγενικού ή αγαπημένου προσώπου, από τη βίωση μιας φυσικής καταστροφής, την έκθεση σε προσωπική βία κ.ά.
Σύμφωνα με την επιστήμονα, αρκετοί άνθρωποι ανακάμπτουν σταδιακά μετά από τέτοια περιστατικά, ενώ άλλοι εκδηλώνουν ψυχικές διαταραχές, οι οποίες αυξάνουν τον κίνδυνο για κάποια αυτοάνοση νόσο.
Στις νόσους αυτές το ανοσοποιητικό σύστημα επιτίθεται στο ίδιο το σώμα του ασθενούς, προκαλώντας παθήσεις όπως ο ερυθηματώδης λύκος, η ρευματοειδής αρθρίτιδα, η πολλαπλή σκλήρυνση, η ελκώδης κολίτιδα, ο διαβήτης τύπου 1 κ.ά.