Οι ερευνητές εδώ και χρόνια έχουν επισημάνει πως στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, περίπου 1 στους 3 ενήλικες αντιμετωπίζει προβλήματα ύπνου. Η αϋπνία συνδέεται με αυξημένο κίνδυνο για καρδιαγγειακά νοσήματα και διαβήτη και οι διαταραχές του ύπνου μπορεί να έχουν σοβαρές επιπτώσεις στη μνήμη, τη μάθηση, το καρδιαγγειακό, το ανοσοποιητικό, το νευρικό σύστημα, ακόμη και στην κοινωνική μας συμπεριφορά.
Επιπλέον τα άτομα που πάσχουν από αϋπνία για περισσότερο από ένα χρόνο έχουν 40 φορές μεγαλύτερη πιθανότητα να αναπτύξουν κατάθλιψη.
Τώρα όμως, μία νέα έρευνα, ανατρέπει όλα αυτά τα δεδομένα, καθώς τονίζει ότι ο άνθρωπος δεν χρειάζεται περισσότερες ώρες ύπνου, αλλά λιγότερα φώτα.
Ερευνητές με επικεφαλής τον Τζέρομ Σίγκελ του UCLA μελέτησαν τρεις προβιομηχανικές κοινωνίες, δύο στην Αφρική και μία στη Νότια Αμερική, με το σκεπτικό ότι η σύγκριση με εκείνους που ζουν ακόμη χωρίς ηλεκτρισμό είναι ο καλύτερος τρόπος για να συμπεράνουν αν είναι αφύσικες οι συνήθειες του ύπνου στη σύγχρονη κοινωνία.
Ανακάλυψαν ότι κατά μέσο όρο οι άνθρωποι περνούσαν 7-8,5 ώρες προσπαθώντας να κοιμηθούν, κάθε νύχτα. Από αυτές, μόνο τις 5,5-7 ώρες κοιμόντουσαν πραγματικά. Περίπου δηλαδή ο χρόνος που κοιμούνται οι περισσότεροι στις σύγχρονες κοινωνίες. Αυτές οι ώρες θεωρούνται λίγες για την υγεία, σύμφωνα με τα όσα υποστήριζαν μέχρι σήμερα οι επιστήμονες.
Ίσως λοιπόν οι 5,5-7 ώρες ύπνου να είναι κάτι φυσιολογικό, κατέληξαν οι επιστήμονες. Όμως, το βασικό συμπέρασμα της έρευνας ήταν ότι οι άνθρωποι στις προβιομηχανικές κοινωνίες περνούσαν περισσότερη ώρα στο σκοτάδι, από ό,τι οι άνθρωποι στον υπόλοιπο κόσμο.
Επίσης διαπίστωσαν ότι εκείνοι που ζουν χωρίς ηλεκτρισμό, συνηθίζουν και αυτοί να ξυπνούν κατά τη διάρκεια της νύχτας, κάνοντας τους επιστήμονες να σκεφτούν ότι αυτό απαραίτητα δεν συνιστά διαταραχή ύπνου.
Το βασικό θέμα όμως ήταν ο φωτισμός. Το ηλεκτρικό φως μπορεί να καθυστερήσει ή να «ακυρώσει» τη νυχτερινή φυσιολογία του ανθρώπου, κάτι που δεν συμβαίνει με το φως ενός κεριού ή μιας φωτιάς.